- δαφνηφαγία
- δαφνη-φᾰγία,A eating of bay, Tz.Proll.Hes.p.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαφνηφαγία — δαφνηφαγία, η (Μ) [δαφνηφάγος] το να μασήσει κανείς φύλλα δάφνης για να αποκτήσει ποιητική έμπνευση … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek